- πλισάρισμα
- τοη πράξη του πλισάρω (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλισ(σ)ές — ο, και πλισ(σ)έ, το, Ν 1. κανονική και πυκνή πτύχωση υφάσματος κατά ορισμένα διαστήματα, πιέτα 2. ύφασμα που φέρει τέτοια πτύχωση («φούστα πλισ[σ]έ ή πλισ[σ]εδωτή» γυναικείο ένδυμα κατασκευασμένο από ύφασμα που έχει υποστεί πλισάρισμα). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek